μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
AUGUSTUS Caesar — Roman. Imperator secundus, patre Octaviô Senatore genitus, matre Acciâ, filiâ Iulii, sorore I. Caesaris, sicque huius nepos. Natus est An. Urb. Cond. 691. Cicerone et Antoniô Senatore genitus, matre Acciâ, filiâ Iulii, sorore I. Caesaris, aviam… … Hofmann J. Lexicon universale
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
μετάζωα — Πολυκύτταροι ζωικοί οργανισμοί, που συνιστούν μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις του ζωικού βασιλείου, μαζί με τα πρωτόζωα, τα οποία αποτελούνται από ένα μόνο κύτταρο. Τα πολυάριθμα κύτταρα που συνθέτουν το σώμα των μ. είναι οργανωμένα σε… … Dictionary of Greek
παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικό φορτίο — Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος, χαρακτηριστικό των ηλεκτρικών φαινομένων. Ένα φορτίο γίνεται αντιληπτό από τις δυνάμεις έλξης και άπωσης (ανεξάρτητες από τη μάζα) που ασκούνται μεταξύ φορτισμένων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος ενός η.φ.… … Dictionary of Greek